-ιάζω

-ιάζω
κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. -άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν -ι- [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (< εφόδιο), νοικιάζω (< νοίκι), οργιάζω (< όργιο), σχεδιάζω (< σχέδιο)]. β) σε ρήματα με κατάλ. -άζω και διατήρηση τής ουρανικής προφοράς τού προηγούμενου συμφώνου, η οποία παριστάνεται με το -ι-. Τα ρήματα αυτά είχαν αρχικά κατάλ. -ίζω
(πρβλ. αρραβων-ιάζω αντί αρραβωνίζω, βουλ-ιάζω αντί βολίζω, καψαλ-ιάζω αντί καψαλίζω, κιτριν-ιάζω αντί κιτριν-ίζω, μανιάζω αντί μανίζω). γ) σε ρήματα που σχηματίστηκαν αναλογικά προς άλλα σε -ιάζω αντί τών αρχ. σε -ιάω, -ιώ, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. σε -ίασα (πρβλ. ανατριχιάζω, κοπιάζω, μουδιάζω, νευριάζω, χτικιάζω, ψειριάζω κ.ά.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰάζω — pres subj act 1st sg ἰάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιάζω — (I) ἰάζω (Α) [ίον] έχω χρώμα ίου, μενεξέ. (II) ἰάζω (Α) [ιός (ΙV)] (για τη χολή) είμαι πράσινος. (III) ἰάζω (Μ) [ιά (I)] κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω. (IV) ἰάζω (Α) [ιάς] ιωνίζω …   Dictionary of Greek

  • πιτυρ(γ)ιάζω — Ν πάσχω από πιτυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρο + κατάλ. ιάζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρχ. κατάλ. ιάω / ιώ), πρβλ. ψωρ ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] …   Dictionary of Greek

  • ἰασεῦσι — ἰάζω fut part act masc/neut dat pl (doric) ἰάζω fut ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰασθέντα — ἰάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἰάζω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰασοῦν — ἰάζω fut part act masc voc sg (doric) ἰάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάζει — ἰάζω pres ind mp 2nd sg ἰάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάζοντα — ἰάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἰάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάζοντι — ἰάζω pres part act masc/neut dat sg ἰάζω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”